Ένας ιστότοπος ενημέρωσης, διαλόγου και επικοινωνίας, εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών... Ανταλλαγή ενημερωτικού και εκπαιδευτικού υλικού... Κατάθεση απόψεων και εμπειριών.... Συνεργασία και υποστήριξη..!!

12/8/13

Συνδιδασκαλία


Η συνδιδασκαλία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση


Η ειδική αγωγή έχει εδώ και πολύ καιρό ταυτιστεί με την έννοια της συνεργασίας. Για δεκαετίες, οι ομάδες έπαιρναν αποφάσεις για τις πιο κατάλληλες εκπαιδευτικές επιλογές για μαθητές με δυσκολίες(Friend & Cook, 2010).  Στις μέρες μας, ολοένα και περισσότερα παιδιά λαμβάνουν υπηρεσίες ειδικής αγωγής μέσα στη γενική τάξη, έπειτα από τη δημιουργία των πράξεων, IDEA(Individuals with Disabilities Education Act) και NCLB(No Child Left Behind), που υποστηρίζουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, όλων των παιδιών.


Ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες υπηρεσίες ειδικής εκπαίδευσης, είναι και η συνδιδασκαλία. Στην τελευταία, βρίσκονται στην γενική τάξη δύο (ή και περισσότεροι) εκπαιδευτικοί, συνήθως ένας γενικός και ένας ειδικός όπου δουλεύουν μαζί, προκειμένου να διδάξουν μία διαφορετική, ανάμεικτη ομάδα μαθητών, στον ίδιο φυσικό χώρο(Cook & Friend, 1995; Rea & Connell, 2005; Cook, 2004; Murawski & Dieker, 2008; Murawski & Hughes, 2009).

Η συνδιδασκαλία, περιλαμβάνει, από κοινού σχεδιασμό, καθοδήγηση και αξιολόγηση όλων των μαθητών είτε παρουσιάζουν δυσκολίες είτε όχι και τροποποιήσεις όπου κρίνεται αναγκαίο, του αναλυτικού προγράμματος, προκειμένου να “συναντηθούν”, οι διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες κάθε μαθητή(Nichols, Dowdy & Nichols, 2010).

Η συνδιδασκαλία, θεωρείται μέρος μιας γενικότερης φιλοσοφίας ενταξιακών πρακτικών. Βοηθά, στη μείωση του στιγματισμού και της περιθωριοποίησης των μαθητών με ειδικές ανάγκες, αυξάνει την κατανόηση και τον σεβασμό προς  όλους τους μαθητές και αναπτύσσει την αποδοχή και εξοικείωση όλων, σε πλαίσια με ετερογενή πληθυσμό. Όλοι οι μαθητές, λαμβάνουν προηγμένη και εξατομικευμένη καθοδήγηση. Δε χρειάζεται να φεύγουν από την τάξη για να λαμβάνουν ειδική εκπαιδευτική υποστήριξη(Cook, 2004).

Υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις στην συνδιδασκαλία. Οι Friend, Reising & Cook (1993), πρότειναν 5 βασικά είδη εφαρμογής του μοντέλου της συνδιδασκαλίας.

Στο πρώτο, ένας εκπαιδευτικός οδηγεί την τάξη και ο άλλος έχει υποστηρικτικό ρόλο εξατομικευμένα ή σε μικρές ομάδες μαθητών. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ωφέλιμη, κυρίως όταν ο ειδικός παιδαγωγός θέλει να συλλέξει δεδομένα. Ο εκπαιδευτικός που παρατηρεί, μπορεί να εντοπίσει ποιοι μαθητές είναι προσηλωμένοι στη διδασκαλία και ποιοι όχι. Βοηθά την ώρα που οι μαθητές βρίσκονται στις θέσεις τους κατά τη διάρκεια της παράδοσης και συντελεί στην αύξηση της προσοχής τους, μέσω της εγγύτητάς του(Forbes & Billet, 2012).

Ακόμη μία μέθοδος, είναι οι σταθμοί διδασκαλίας. Οι μαθητές είναι χωρισμένοι σε ετερογενή γκρουπ και “δουλεύουν” στους σταθμούς εργασίας, με κάθε δάσκαλο. Αφού διδάξουν οι εκπαιδευτικοί στη μία ομάδα, πηγαίνουν στην επόμενη αλλάζοντας όπου κρίνεται αναγκαίο τη μέθοδο και το περιεχόμενο διδασκαλίας.

 Η παράλληλη διδασκαλία δύο ομάδων είναι ακόμη ένα είδος συνδιδασκαλίας. Εδώ και οι δύο εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν τη διδασκαλία, χωρίζουν όμως την τάξη στα δύο και διδάσκουν ο ένας στη μία ομάδα και ο άλλος στην άλλη.

Στην εναλλακτική διδασκαλία, ένας εκπαιδευτικός διδάσκει μία μικρή ομάδα μαθητών, τους προετοιμάζει για τη διδασκαλία, την επαναλαμβάνει, την ενισχύει ή την εμπλουτίζει, ενώ ο άλλος εκπαιδευτικός καθοδηγεί την υπόλοιπη τάξη.

Τέλος, στην ομαδική διδασκαλία, και οι δύο εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν τη διδασκαλία και καθοδηγούν τους μαθητές στην τάξη, με ένα συντονισμένο τρόπο. Στην τεχνική “ένα μυαλό σε δύο σώματα”, όπως αλλιώς συνηθίζεται να λέγεται λοιπόν, και οι δύο εκπαιδευτικοί, παραδίδουν τις ίδιες πληροφορίες, την ίδια στιγμή, στην ίδια τάξη(Forbes & Billet, 2012).

Η συνδιδασκαλία, προσπαθεί να “αγκαλιάσει” σήμερα, όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ορισμένα ζητήματα, τα οποία φαίνεται να είναι πιο έντονα στον χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας(Γυμνάσιο-Λύκειο), συχνά έρχονται αντιμέτωποι με πολλά ζητήματα και προκλήσεις. Το ειδικό περιεχόμενο των μαθημάτων  φαίνεται να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της συνδιδασκαλίας. Τα περισσότερα προγράμματα και  εκπαιδευτικοί γενικής, εστιάζουν στη γνώση του περιεχομένου. Οι ειδικοί παιδαγωγοί, πολλές φορές δεν έχουν τόσο εξειδικευμένη γνώση του περιεχομένου κάθε μαθήματος και αυτό οδηγεί σε προβλήματα. Ακόμη ένα ζήτημα, είναι η έλλειψη χρόνου για κοινή προετοιμασία και σχεδιασμό της διδασκαλίας. Ακόμη και αν βρεθεί χρόνος, πολλές φορές δεν χρησιμοποιείται κατάλληλα. Η συζήτηση για το περιεχόμενο του μαθήματος επιπλέον, είναι συχνά περιορισμένη. Αυτός ο περιορισμένος σχεδιασμός, έχει ως αποτέλεσμα, ο ειδικοί παιδαγωγοί να ενημερώνονται λίγα λεπτά πριν τη διδασκαλία για το περιεχόμενό της. Ακόμη ένα ζήτημα, είναι ο μεγάλος αριθμός μαθητών σε κάθε τάξη της δευτεροβάθμιας, μαθητές με πολλές και διαφοροποιημένες ανάγκες.

Η ανάγκη για αυτονομία των εκπαιδευτικών μπορεί επίσης, να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της συνδιδασκαλίας. Τέλος, ένα θέμα που προβληματίζει τους εκπαιδευτικούς, είναι η αξιολόγηση. Τα τεστ αξιολόγησης έχουν περιπλέξει την εφαρμογή της συνδιδασκαλίας, καθώς οι εκπαιδευτικοί πιέζονται να διδάξουν μεγάλες ποσότητες ύλης γρήγορα και αποτελεσματικά, ώστε οι μαθητές τους να επιτύχουν σ’ αυτά.

 Ένα πρόγραμμα διδασκαλίας που κινείται με γρήγορο ρυθμό, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα ανάμεσα στον γενικό και ειδικό εκπαιδευτικό, διότι μπορεί να συγκρουστούν οι στόχοι που έχει ο καθένας για τη διδασκαλία. Πολλοί υποστηρίζουν επιπλέον, ότι τα τεστ αξιολόγησης μπορεί να αποτελούν το μοναδικό και κυρίαρχο μέσο αξιολόγησης την επίδοσης των μαθητών στη δευτεροβάθμια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται(Dieker & Murawski, 2003).

Οι Murawski & Hughes (2009), επισήμαναν, πώς το θέμα της χρηματοδότησης της συνδιδασκαλίας αποτελεί επίσης σημείο προβληματισμού. Τόνισαν επίσης, πώς προκειμένου να είναι επιτυχημένη και να εφαρμοστεί η Ανταπόκριση στην Παρέμβαση (RTI-Response To Intervention), πρέπει μία πληθώρα ατόμων, διευθυντές, γονείς, μαθητές, προσωπικό, κοινότητα, εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων, να συνεργαστούν.

Υπάρχουν ορισμένες βασικές πτυχές της συνδιδασκαλίας στις οποίες  μπορεί κάποιος να εστιάσει προκειμένου να οδηγηθεί σε επιτυχημένες πρακτικές. Αρχικά, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να γνωρίσουν καλά τους εαυτούς τους, κάτι που είναι πιο δύσκολο απ’ ότι φαίνεται. Όλοι υποθέτουμε ότι μπορούμε να επιτύχουμε σε καταστάσεις που απαιτούν συνεργασία. Βασιζόμαστε στην γνώση μας σε διάφορα αντικείμενα και στις εμπειρίες με συναδέλφους. Το να γνωρίζει κάποιος τον εαυτό του, περιλαμβάνει επίσης την παραδοχή των αντιλήψεών του απέναντι στην ένταξη και στις ενταξιακές πρακτικές(Keefe, Moore & Duff, 2004). Εκτός από τον εαυτό τους οι εκπαιδευτικοί πρέπει να γνωρίσουν και να περάσουν χρόνο μαζί με τον συνεργάτη τους, να ανακαλύψουν τον χαρακτήρα του, το διδακτικό του στυλ, τη φιλοσοφία και στάση ζωής του(Keefe, Moore & Duff, 2004; Murawski & Dieker, 2004).

Προτού εφαρμοστεί η συνδιδασκαλία, πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή και η στήριξη του διευθυντή. Ο τελευταίος, στηρίζει την πρακτική παρέχοντας επιπλέον πληροφορίες στους εκπαιδευτικούς, κανονίζει τις ώρες και συνθήκες συνεργασίας τους, παρέχει υλικό, βελτιώνει τα προγράμματα κ.α.(Murawski & Dieker, 2008; Murawski & Dieker, 2004; Rea & Connell, 2005).

Ειδικά στον χώρο της δευτεροβάθμιας, όσο αφορά τα ζητήματα περιεχομένου των μαθημάτων που έχουν προκύψει, προτού εφαρμοστεί η συνδιδασκαλία, μπορεί να ωφελήσει μια αρχική συζήτηση των εμπλεκομένων για το κατάλληλο αναλυτικό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί καθώς και για τις ανάγκες των μαθητών. Οι τροποποιήσεις της τάξης ή του αναλυτικού προγράμματος πρέπει επίσης να συζητηθούν προκαταβολικά, όπως και να καθοριστεί ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών. Οι στρατηγικές καθοδήγησης, να είναι ποικίλες. Δύο στρατηγικές που βοηθούν ειδικά σε θέματα περιεχομένου των μαθημάτων, είναι η διδασκαλία ομηλίκων και η συνεργατική μάθηση. Εκτός της αρχικής συζήτησης, σημαντικό θεωρείται να υπάρχει και προκαταβολική συνεργατική προετοιμασία. Σ’ αυτό μπορούν να βοηθήσουν και τα Πανεπιστήμια, εμπλέκοντας γενικούς και ειδικούς εκπαιδευτικούς σε κοινά προγράμματα και μαθήματα.

Όσο αφορά τις δομικές στρατηγικές, θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό οι εκπαιδευτικοί να αναμένουν την εξέλιξη κάθε μαθητή, σε κάθε στάδιο διδασκαλίας. Αυτή η προσδοκία, υπάρχει και για τη συνεργασία των εκπαιδευτικών προκειμένου όλοι οι μαθητές να επιτύχουν.

 Παρόλο που ο γενικός εκπαιδευτικός θεωρείται ο εξειδικευμένος γνώστης του περιεχομένου του μαθήματος και ο ειδικός, γνώστης διαφορετικών στρατηγικών διδασκαλίας, οι ρόλοι αυτοί πρέπει να αλλάζουν. Το σημαντικό είναι οι εκπαιδευτικοί να δίνουν αξία στις δυνάμεις των συναδέλφων τους όπως επίσης, να είναι έκδηλη η σχέση ισότητας μεταξύ τους. Οι προσεγγίσεις τις συνδιδασκαλίας καλό είναι να εναλλάσσονται. Οι εκπαιδευτικοί, πρέπει να αναγνωρίσουν την ανάγκη για διαφοροποίηση της καθοδήγησης βάσει του περιεχομένου του γνωστικού αντικειμένου και του κάθε μαθήματος ξεχωριστά, των μαθητών που εμπλέκονται στη διδασκαλία και των τιθέμενων στόχων της. Η αύξηση της συνεργασίας μεταξύ των γενικών εκπαιδευτικών που διδάσκουν το ίδιο αντικείμενο, μπορεί να βοηθήσει. Ακόμη μία στρατηγική, είναι η προσεκτική επιλογή του συν-διδάσκοντα. Οι ειδικοί εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας, βρίσκουν σπάνιο το φαινόμενο να διδάσκουν μαζί, με μόνο με έναν εκπαιδευτικό και όπως είναι φυσικό τους είναι πολύ δύσκολο να συνεργαστούν πετυχημένα με 5ή 6 διαφορετικού περιεχομένου τάξεις, με διαφορετικούς γενικούς εκπαιδευτικούς. Οι τεχνικές ενεργούς μάθησης αποτελούν μία ακόμη στρατηγική που βοηθά την προσέλκυση προσοχής και ικανοποιεί τις διαφορετικές ανάγκες καθοδήγησης(Dieker & Murawski, 2003).

Αυτό που θεωρείται εξαιρετικής σημασίας, είναι η δημιουργία χρόνου για κοινό σχεδιασμό της διδασκαλίας(Dieker & Murawski, 2003; Murawski & Dieker, 2004; Kohler-Evans & Patty, 2006). Η διασφάλιση κοινού χρόνου βοηθά στον καταιγισμό ιδεών, στη διαμόρφωση και δημιουργία στόχων και οδηγεί στην επιτυχία των μαθητών. Ο πυρήνας της συνδιδασκαλίας, είναι ο καθορισμός των καθοδηγητικών εκείνων στρατηγικών, που είναι περισσότερο αποτελεσματικές και κατάλληλες στο να βοηθήσουν όλους τους μαθητές. Ένα από τα οφέλη της ενταξιακής αυτής πρακτικής, είναι ότι μέσω του κοινού σχεδιασμού, ο κάθε εκπαιδευτικός καταθέτει πολλές και διαφορετικές ιδέες και γνώσεις. Ο γενικός και ειδικός εκπαιδευτικός πρέπει επιπλέον, να είναι ισότιμοι στην τάξη. Ο ειδικός οφείλει να έχει ευελιξία επίσης όσο αφορά το πρόγραμμά του.

Τέλος, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να σκεφτούν εναλλακτικούς τρόπους αξιολόγησης των μαθητών τους και να εστιάζουν σε κατάκτηση δεξιοτήτων που βοηθούν τους μαθητές ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία. Ακόμη, η συνεχής αξιολόγηση της πορείας της συνδιδασκαλίας θεωρείται πολύ σημαντική. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει πάντα να θυμούνται ότι οι προσεγγίσεις τους οφείλουν να “συναντούν” τις διαφορετικές ανάγκες των μαθητών τους(Dieker & Murawski, 2003).

 Η συζήτηση για το πώς οι μαθητές με τα εξατομικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα θα αξιολογηθούν και πώς αυτή η αξιολόγηση θα επηρεάσει την βαθμολογία τους είναι σημαντική. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αναθέσουν διαφορετικά project και εργασίες, που θα επιλέγουν οι ίδιοι οι μαθητές και που θα ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά τους, θα “συναντούν” τα διαφορετικά στυλ μάθησής τους καθώς επίσης θα αναδεικνύουν τα ταλέντα και τις κλίσεις τους και βάσει αυτών να αξιολογούνται. Οι ρουμπρίκες μπορούν να βοηθήσουν μαθητές και εκπαιδευτικούς να δουν τι αξιολογείται και πώς(Murawski & Dieker, 2004).
Χουλιάρα Έλενα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου