Από τότε που η κατάσταση
αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία
του ‘40, οι γονείς έχουν νιώσει
υπεύθυνοι ή και έχουν κατηγορηθεί για
την εμφάνιση Αυτισμού στα παιδιά τους.
Σήμερα βέβαια, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν
πάψει να πιστεύουν κάτι τέτοιο, αλλά
μια παρατεταμένη αμφιβολία και αγωνία
εξακολουθεί να “τρώει”
ακόμη, πολλούς γονείς.
Ο
αυτισμός εντοπίστηκε για πρώτη
φορά στην εποχή της ψυχανάλυσης,
όταν οι ειδικοί μελέτησαν προσεκτικά τις σχέσεις, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την αναπηρία
και τις διάφορες ψυχικές ασθένειες. Η
παιδική "Αυτιστική Κοινωνική Απόσυρση» θεωρήθηκε τότε ως ένα συναισθηματικό
και σχεσιακό πρόβλημα.
Οι γονείς κατηγορήθηκαν για τον
Αυτισμό των παιδιών τους επειδή οι ψυχαναλυτές θεώρησαν πως η ψυχρή και χωρίς συναισθηματισμούς
ανατροφή που ακολουθούσαν πρέπει να ήταν η αιτία της απόσυρσής και της μη
κοινωνικοποίησής των παιδιών. Είχε παρατηρηθεί πως ορισμένοι γονείς αλληλεπιδρούσαν
με τα παιδιά τους με τρόπους που χαρακτηρίστηκαν ως σκληροί ή συναισθηματικά
απόμακροι αντί για υποστηρικτικοί και θερμοί.
Αλλά
η
κυρίαρχη ψυχαναλυτική άποψη σταδιακά αντικαταστάθηκε με μια βιοϊατρική
προσέγγιση για την κατανόηση του
αυτισμού.
Μια διαφορετική προοπτική
Τώρα πλέον, πιστεύουμε πως οι Διαταραχές
Αυτιστικού Φάσματος έχουν βιολογική βάση- σχετίζονται δηλαδή με τον τρόπο που ο
εγκέφαλος αναπτύσσεται. Είναι ακόμη και
σήμερα αποδεκτό πως μερικοί γονείς δυσκολεύονται να αλληλεπιδράσουν με τα
παιδιά τους που έχουν Αυτισμό. Αλλά αυτό
δεν είναι δικό τους λάθος : Τα συγκεκριμένα παιδιά, εξ’ ορισμού, είναι δύσκολο
να έρθουν σε επαφή με άλλους!!
Τα παιδιά με Αυτισμό παρουσιάζουν
δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στην επικοινωνία ενώ προβαίνουν
συχνά σε μη τυπικές, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Αυτά τα κυρίαρχα
συμπτώματα περιορίζουν την ικανότητά τους να επικοινωνήσουν με άλλους, όπως επίσης
δυσκολεύουν και τους άλλους να
αλληλεπιδράσουν μαζί τους.
Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γονείς που
δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους. Το ίδιο ισχύει και για τα
υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τους οικογενειακούς φίλους, τους δασκάλους τους ειδικούς
και τους συνομηλίκους. Οι ατομικές όμως διαφορές
είναι πολύ σημαντικές σε αυτές τις περιπτώσεις.
Συγκεκριμένα,
για ορισμένα παιδιά με Αυτισμό είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να εμπλακούν σε
κοινωνικές συναναστροφές. Προτιμούν να είναι μόνα τους. Άλλα πάλι παιδιά είναι αρκετά
πρόθυμα στο να αλληλεπιδράσουν, αλλά δεν γνωρίζουν τον κατάλληλο τρόπο για να
το κάνουν!!
Οι ατομικές διαφορές
υπάρχουν και στους ενήλικες όμως. Μερικοί γονείς (και άλλοι
άνθρωποι) βιάζονται να κατανοήσουν το πώς πρέπει να αλληλεπιδρούν με τα παιδιά
με Αυτισμό. Βρίσκουν τρόπους να προσελκύσουν και να διατηρήσουν το ενδιαφέρον
του παιδιού και έτσι το βοηθούν στο να κατακτήσει νέες δεξιότητες.
Άλλοι ενήλικες πάλι, δυσκολεύονται
περισσότερο να κατανοήσουν τα παιδιά τους. Ή ακόμη έχουν μεγαλύτερη δυσκολία
στο να αλλάξουν οι ίδιοι τη συμπεριφορά τους και να αναπτύξουν τις στρατηγικές
εκείνες, που μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους.
Μια χρήσιμη στρατηγική
Ένα
σημαντικό χαρακτηριστικό της αλληλεπίδρασης φαίνεται να είναι το πόσο θετικά και άμεσα ανταποκρίνονται –σε σχέση με την
οδηγία – οι ενήλικες, στα παιδιά με Αυτισμό. Η θετική ανταπόκριση περιλαμβάνει
σχόλια ή πράξεις που τροφοδοτούν το ενδιαφέρον των παιδιών και οδηγούν στην επιθυμητή
συμπεριφορά, έχοντας ως αφετηρία ό,τι κάνει εκείνη τη στιγμή το παιδί. Για
παράδειγμα, ένας γονιός μπορεί πολύ απλά να πει : “Είναι ένα αυτοκίνητο”, τη
στιγμή που το παιδί παίζει με ένα αυτοκίνητο.
Η καθοδηγητική συμπεριφορά των
γονέων από την άλλη, στοχεύει στην αλλαγή της δραστηριότητας του παιδιού ή στην
εστίαση της προσοχής του. Ο γονέας μπορεί να ζητήσει από το παιδί να πει για
παράδειγμα “αυτοκίνητο” όταν αυτό παίζει με ένα αυτοκίνητο. Ή μπορεί να πάρει
το αυτοκίνητο μακριά, παροτρύνοντας το παιδί να πει τη λέξη για να πάρει το
παιχνίδι πίσω.
Ενώ οι
καθοδηγητές στρατηγικές φαίνονται χρήσιμες στην εκμάθηση δεξιοτήτων στα παιδιά
με Αυτισμό, τα στοιχεία δείχνουν πώς η θετική, άμεση ανταπόκριση και
αλληλεπίδραση των ενηλίκων, είναι περισσότερο βοηθητική!!
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000,
οι Αμερικανοί ερευνητές Siller και Sigman κατέγραψαν πως οι πιο θετικά και άμεσα ανταποκρινόμενοι γονείς, είχαν παιδιά με Αυτισμό,
με καλύτερες κοινωνικές και λεκτικές δεξιότητες.
Ο σημαντικός ρόλος των γονέων
Οι Siller και Sigman τόνισαν τη σημασία της θετικής άμεσης
ανταπόκρισης των γονέων καταγράφοντας τα οφέλη και στη μετέπειτα ζωή των
παιδιών με Αυτισμό. Σημείωσαν επίσης, πως οι
γονείς μπορούν να καθοδηγηθούν ώστε να αποκρίνονται ορθότερα και να βοηθήσουν
με αυτό τον τρόπο καλύτερα τα παιδιά τους.
Ο ρόλος των γονέων είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ανάπτυξη όλων των
παιδιών. Οι υποστηρικτικοί γονείς που αλληλεπιδρούν περισσότερο με τα παιδιά τους
φαίνεται πως τα βοηθούν να αναπτυχθούν καλύτερα και να μάθουν να διαχειρίζονται
το άγχος τους.
Δυστυχώς, για πολλούς ερευνητές αποτελεί
ακόμη και σήμερα ταμπού η ιδέα της μελέτης της αλληλεπίδρασης γονέα και παιδιού
με Αυτισμό. Είναι γνωστό όμως πως η αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού επηρεάζει
δραστικά την ανάπτυξη του δεύτερου. Παρόλα αυτά, πολλοί δεν θέλουν να συζητήσουν
ή να ερευνήσουν το συγκεκριμένο θέμα φοβούμενοι το ρίσκο αναβίωσης της παλιάς αντίληψης
περί ευθύνης γονέων στον Αυτισμό.
Αλλά ακριβώς επειδή
αισθανόμαστε άβολα στο να μιλάμε για κάτι δεν
σημαίνει ότι δεν πρέπει τελικά να το κάνουμε!!! Και εάν
πρόκειται να μιλήσουμε για γονείς και Αυτισμό, είναι καλύτερα να κάνουμε έρευνες
πάνω σ’ αυτό το ζήτημα για να βεβαιωθούμε ότι, ό,τι λέμε έχει βάση και νόημα!!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου